- επιστατεία
- ἐπιστατεία, ἡ (Α) [επιστάτης]1. κυβέρνηση, διοίκηση2. το αξίωμα τού επιστάτη3. παρακολούθηση, επαγρύπνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστατεία — ἐπιστατείᾱ , ἐπιστατεία authority fem nom/voc/acc dual ἐπιστατείᾱ , ἐπιστατεία authority fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατείᾳ — ἐπιστατείᾱͅ , ἐπιστατεία authority fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατείας — ἐπιστατείᾱς , ἐπιστατεία authority fem acc pl ἐπιστατείᾱς , ἐπιστατεία authority fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατείαν — ἐπιστατείᾱν , ἐπιστατεία authority fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)